- ευρυκοίλιος
- εὐρυκοίλιος, -ον (Α)1. (για τη δεξιά κοιλία τής καρδιάς) πολύ κοίλη2. (για το τυφλό έντερο) με ευρείες κοιλότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. ευ-κοίλιος, στενο-κοίλιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρυκοίλιος — hollow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυκοίλιον — εὐρυκοίλιος hollow masc/fem acc sg εὐρυκοίλιος hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυκοιλιώτεραι — εὐρυκοίλιος hollow fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυκοιλιωτέρα — εὐρυκοιλιωτέρᾱ , εὐρυκοίλιος hollow fem nom/voc/acc comp dual εὐρυκοιλιωτέρᾱ , εὐρυκοίλιος hollow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)